ἀρρυθμίας

ἀρρυθμίας
ἀρρυθμίᾱς , ἀρρυθμία
want of rhythm
fem acc pl
ἀρρυθμίᾱς , ἀρρυθμία
want of rhythm
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκτακτοσυστολή — Διαδεδομένη μορφή αρρυθμίας που χαρακτηρίζεται από έκτακτες συστολές της καρδιάς, οι οποίες προκαλούνται από αύξηση της διεγερσιμότητας του μυοκαρδίου σε περιοχές εκτός από αυτές που φυσιολογικά διεγείρονται ηλεκτρικά κατά τον καρδιακό παλμό. Οι… …   Dictionary of Greek

  • ταχυρρυθμία — η, Ν [ταχύρρυθμος] ιατρ. είδος αρρυθμίας που συνοδεύεται από ταχυπαλμία …   Dictionary of Greek

  • Κάσελ, Καρλ Γκούσταβ — (Karl Gustav Cassel, 1866 – 1945). Σουηδός οικονομολόγος. Σπούδασε μαθηματικά και οικονομικές επιστήμες στη Γερμανία και στην Αγγλία και μετά την επιστροφή του στη Σουηδία δίδαξε πολιτική οικονομία στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Ο Κ. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”